- καθοσίωση
- [-ις (-εως)] η см. καθιέρωση 2;
§ έγκλημα καθοσίώσεως — предательство, государственная измена; — тяжкое преступление
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ έγκλημα καθοσίώσεως — предательство, государственная измена; — тяжкое преступление
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καθοσίωση — η (AM καθοσίωσις) [καθοσιῶ] 1. η αφιέρωση («καθοσίωσις ἀγαλμάτων», Πολυδ.) 2. μεγάλο παράπτωμα, η εσχάτη προδοσία («έγκλημα καθοσιώσεως») αρχ. 1. αφοσίωση, αγάπη με αφοσίωση, πίστη, λατρεία 2. φρ. (ως τίτλος αυτοκρατορικών λειτουργιών) «ἡ ἐμὴ… … Dictionary of Greek
καθοσίωση — η 1. καθιέρωση, αφιέρωση. 2. σπουδαίο γεγονός. 3. φρ., «έγκλημα καθοσιώσεως», το έγκλημα της έσχατης προδοσίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αφιέρωση — η (AM ἀφιέρωσις) [αφιερώ] προσφορά αφιερώματος νεοελλ. 1. τιμητική προσφορά βιβλίου από τον ίδιο τον συγγραφέα σε πρόσωπο που τιμά καθώς και η αναγραφή της στην πρώτη σελίδα του αρχ. (καθ)αγιασμός, καθοσίωση … Dictionary of Greek
καθιέρευσις — καθιέρευσις, ἡ (Α) [καθιερεύω] καθαγίαση, καθοσίωση, θεοποίηση («ζῴων καθιερεύσεις», Πλούτ.) … Dictionary of Greek